- παλαιστιαίοις
- παλαιστιαί̱οις , παλαιστιαῖοςmasc/neut dat plπαλαιστιαί̱οις , παλαστιαῖοςa palm longmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.